intimement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.tɥi.tiv.mɑ̃/

Επίρρημα[επεξεργασία]

intimement (fr)

  1. ενδόμυχα
  2. στενά
  3. πολύ φιλικά
  4. (λόγιο) που αφορά τις στενές προσωπικές σχέσεις