intronisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
intronisation intronisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intronisation (fr) θηλυκό