intégrisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intégrisme | intégrismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intégrisme (fr) αρσενικό
- ο θρησκευτικός φανατισμός
ενικός | πληθυντικός |
intégrisme | intégrismes |
intégrisme (fr) αρσενικό