invétérer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.ve.te.ʁe/

invétérer (fr)

  1. μεστώνω και ριζώνω με το χρόνο
  2. (για πρόσωπα) που είναι έτσι εδώ και πολύ καιρό