Μετάβαση στο περιεχόμενο

irradiation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
irradiation irradiations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

irradiation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη irradier