irren
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
irren (de)
- σφάλλω, κάνω λάθος
- περιφέρομαι άσκοπα
- (reflexiv)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Irrtum