irren
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɪʁən/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ir‐ren
Ρήμα
[επεξεργασία]irren (de)
- σφάλλω, κάνω λάθος
- περιφέρομαι άσκοπα
- (reflexiv)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Irrtum