Irrtum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Irrtum | die Irrtümer |
γενική | des Irrtums | der Irrtümer |
δοτική | dem Irrtum | den Irrtümern |
αιτιατική | den Irrtum | die Irrtümer |
Irrtum (de) αρσενικό