isotope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
isotope | isotopes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
isotope (fr) αρσενικό
- το ισότοπο
ενικός | πληθυντικός |
isotope | isotopes |
isotope (fr) αρσενικό