Μετάβαση στο περιεχόμενο

isotope

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
isotope isotopes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

isotope (fr) αρσενικό