ivrogne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ivrogne | ivrognes |
ivrogne (fr) αρσενικό
- ο μεθύστακας, ο μέθυσος