Μετάβαση στο περιεχόμενο

jaspique

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
jaspique jaspiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

jaspique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]