jaspique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jaspique | jaspiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
jaspique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αποτελούμενος από ίασπι
ενικός | πληθυντικός |
jaspique | jaspiques |
jaspique (fr) αρσενικό ή θηλυκό