jaspique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jaspique | jaspiques |
Επίθετο
[επεξεργασία]jaspique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αποτελούμενος από ίασπι
ενικός | πληθυντικός |
jaspique | jaspiques |
jaspique (fr) αρσενικό ή θηλυκό