jeûne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jeûne | jeûnes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jeûne (fr) αρσενικό
- η νηστεία
Δείτε επίσης : jeune |
ενικός | πληθυντικός |
jeûne | jeûnes |
jeûne (fr) αρσενικό