Μετάβαση στο περιεχόμενο

juggle

Από Βικιλεξικό

juggle (en)

  1. ασχολούμαι ταυτοχρόνως με πολλές διαφορετικές εργασίες
  2. κάνω ταχυδακτυλουργίες, πετάω στον αέρα αντικείμενα και τα ξαναπιάνω