Μετάβαση στο περιεχόμενο

kadre

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kadre < kadr- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

kadre (eo) de

kadre de la kongreso - μέσα στο πλαίσιο του συνεδρίου, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου