kalkan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kalkan (tr)
- η ασπίδα
- (ψάρι, λαϊκότροπο) το καλκάνι