Μετάβαση στο περιεχόμενο

karides

Από Βικιλεξικό
üç karides
τρεις γαρίδες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
karides < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική γαρίδες

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑ.ɾiˈdɛs/ & /kɑˈɾi.dɛs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

karides (tr)