Μετάβαση στο περιεχόμενο

kindness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kindness < kind + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kindness (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η καλοσύνη, το να είναι κανείς καλοσυνάτος
      I wouldn’t want to abuse your kindness.
    Δεν θα ήθελα να καταχραστώ της καλοσύνης σας.
  2. η καλοσύνη, η ευεργεσία