knout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
knout < ρωσική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
knout knouts

knout (fr) αρσενικό