kolkhoze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ρωσική λέξη.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
kolkhoze kolkhozes

kolkhoze (fr) και kolkhoz αρσενικό

  • κολχόζ, στην τέως ΕΣΣΔ, γεωργικός συνεταιρισμός