kolkhozien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kolkhozien | kolkhoziens |
kolkhozien (fr) αρσενικό
- που αφορά το κολχόζ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kolkhozien | kolkhoziens |
kolkhozien (fr) αρσενικό
- που ανήκει στο κολχόζ