komen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
komen (nl) (αόριστος : kwam (πλ: kwamen), παθ. μτχ. : gekomen)
komen (nl) (αόριστος : kwam (πλ: kwamen), παθ. μτχ. : gekomen)