koncentriĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

koncentriĝi < koncentr- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα koncentriĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας koncentriĝas koncentriĝanta koncentriĝata
αόριστος koncentriĝis koncentriĝinta koncentriĝita
μέλλοντας koncentriĝos koncentriĝonta koncentriĝota
υποθετική koncentriĝus - -
προστακτική koncentriĝu - -

koncentriĝi (eo)