konkret
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]konkret (de)
- συγκεκριμένος
- (τέχνη) το αντίθετο του αφηρημένος
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]konkret (sv)