krawędź
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
krawędź (pl) θηλυκό
- η άκρη (επιφάνειας)
- (ειδικότερα) η ακμή κοφτερού αντικειμένου, η κόψη
- (στερεομετρία) η ακμή