κόψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόψη | οι | κόψεις |
γενική | της | κόψης* | των | κόψεων |
αιτιατική | την | κόψη | τις | κόψεις |
κλητική | κόψη | κόψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κόψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόψη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κόψις < κόβω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐ψη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόψη θηλυκό
- η ακμή ενός κοφτερού εργαλείου, η λεπτή πλευρά που χρησιμεύει για να κόβει
- Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή… (Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόβω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- η κόψη του χεριού: το πλαϊνό μέρος του χεριού, προς το μικρό δάχτυλο (τον ωτίτη), που μπορεί να χτυπάει κάτι για να το σπάσει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (βρίσκεται) στην κόψη του ξυραφιού: για κάποιον που βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση και είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να αποτύχει και να καταστραφεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ κόψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)