κόψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κόψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κόβω
- θα κόψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κόβω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κόψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κόψη