edge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
edge | edges |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
edge (en)
- η άκρη, το άκρο
- η κόψη
- (μεταφορικά) στο χείλος
- ↪ He brought the country to the edge of war.
- Έφερε τη χώρα στο χείλος του πολέμου.
- ↪ He brought the country to the edge of war.