edge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
edge edges

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

edge (en)

  1. η άκρη, το άκρο
  2. η κόψη
  3. (μεταφορικά) στο χείλος
    He brought the country to the edge of war.
    Έφερε τη χώρα στο χείλος του πολέμου.