Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξυράφι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυράφι τα ξυράφια
      γενική του ξυραφιού των ξυραφιών
    αιτιατική το ξυράφι τα ξυράφια
     κλητική ξυράφι ξυράφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυράφι < αρχαία ελληνικήξυρόν < ξυρῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ksiˈɾa.fi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
μια λεπίδα ξυραφιού

ξυράφι ουδέτερο και ξουράφι

  1. πολύ λεπτή παραλληλόγραμη λεπίδα από μέταλλο, κοφτερή στις δύο μεγάλες πλευρές της, η οποία χρησιμοποιείται για ξύρισμα
  2. (συνεκδοχικά) η συσκευή που περιέχει την παραπάνω λεπίδα, η ξυριστική μηχανή
  3. (μεταφορικά) ο πολύ έξυπνος άνθρωπος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]