ξυράφι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυράφι | τα | ξυράφια |
γενική | του | ξυραφιού | των | ξυραφιών |
αιτιατική | το | ξυράφι | τα | ξυράφια |
κλητική | ξυράφι | ξυράφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυράφι < αρχαία ελληνικήξυρόν < ξυρῶ
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυράφι ουδέτερο και ξουράφι
- πολύ λεπτή παραλληλόγραμη λεπίδα από μέταλλο, κοφτερή στις δύο μεγάλες πλευρές της, η οποία χρησιμοποιείται για ξύρισμα
- (συνεκδοχικά) η συσκευή που περιέχει την παραπάνω λεπίδα, η ξυριστική μηχανή
- (μεταφορικά) ο πολύ έξυπνος άνθρωπος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- στην κόψη του ξυραφιού (ή επί ξυρού ακμής) : σε οριακό σημείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυράφι
|