ξυραφάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυραφάκι | τα | ξυραφάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξυραφάκι | τα | ξυραφάκια |
κλητική | ξυραφάκι | ξυραφάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυραφάκι < ξυράφι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυραφάκι ουδέτερο
- η αντικαταστάσιμη ατσάλινη, λεπτή, εύκαμπτη και πλατιά λάμα ξυριστικής μηχανής
- (κατ’ επέκταση) η τυποποιημένη και περιορισμένων χρήσεων ξυριστική μηχανή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ξυράφι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατσάλινη, πλατιά λάμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)