razaparato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | razaparato | razaparatoj |
αιτιατική | razaparaton | razaparatojn |
razaparato (eo)
- η ξυριστική μηχανή