kunnen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]kunnen (nl) (αόριστος : kon (πλ: konden), παθ. μτχ. : gekund)
kunnen (nl) (αόριστος : kon (πλ: konden), παθ. μτχ. : gekund)