légaliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
légaliste | légalistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
légaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
légaliste | légalistes |
légaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό