législature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
législature | législatures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
législature (fr) αρσενικό
- (σπάνιο) το νομοθετικό σώμα ενός κράτους
- βουλευτική περίοδος