législature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
législature législatures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

législature (fr) αρσενικό

  1. (σπάνιο) το νομοθετικό σώμα ενός κράτους
  2. βουλευτική περίοδος

Συγγενικά[επεξεργασία]