lüfer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lüfer < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική λουφάρι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lyˈfeɾ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lüfer (tr)