Μετάβαση στο περιεχόμενο

λουφάρι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουφάρι τα λουφάρια
      γενική του λουφαριού των λουφαριών
    αιτιατική το λουφάρι τα λουφάρια
     κλητική λουφάρι λουφάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λουφάρι < γουφάρι με [ɣ] > [λ]  δείτε και τη λέξη γοφάρι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: τουρκικά: lüfer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /luˈfa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λουφάρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λουφάρι ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]