laciĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
ρήμα laciĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | laciĝas | laciĝanta | laciĝata |
αόριστος | laciĝis | laciĝinta | laciĝita |
μέλλοντας | laciĝos | laciĝonta | laciĝota |
υποθετική | laciĝus | - | - |
προστακτική | laciĝu | - | - |
laciĝi (eo)