Μετάβαση στο περιεχόμενο

lampe

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Lampe

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lampe lampes

lampe (fr) θηλυκό