laparoscopie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
laparoscopie | laparoscopies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]laparoscopie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
laparoscopie | laparoscopies |
laparoscopie (fr) θηλυκό