laparoscopie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
laparoscopie laparoscopies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

laparoscopie (fr) θηλυκό