larme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]larme (fr) θηλυκό (πληθυντικός: larmes)
- το δάκρυ
larme (fr) θηλυκό (πληθυντικός: larmes)