Μετάβαση στο περιεχόμενο

larmoyant

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
larmoyant larmoyants

Επίθετο

[επεξεργασία]

larmoyant (fr) αρσενικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό larmoyant larmoyants
θηλυκό larmoyante larmoyantes