larmoyant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
larmoyant | larmoyants |
Επίθετο[επεξεργασία]
larmoyant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | larmoyant | larmoyants |
θηλυκό | larmoyante | larmoyantes |