laser
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Από τα αρχικά : Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]laser (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]laser (fr) αρσενικό