λέιζερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέιζερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική laser < Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation (όρος που δημιουργήθηκε το 1957 από τον αμερικανό φυσικό Gordon Gould)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlei̯.zeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέι‐ζερ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέιζερ ουδέτερο άκλιτο
- συσκευή που παράγει ακτινοβολία σε δέσμες φωτός μεγάλης ισχύος
- (συνεκδοχικά) η ίδια η ακτινοβολία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
λέιζερ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Συσκευές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)