radiation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radiation (en)

  1. ακτινοβολία
  2. (βιολογία) προσαρμοστική διαφοροποίηση πολλών ειδών από μητρικό (τα οποία συνήθως έχουν πια διαφορετικά χαρακτηριστικά)

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radiation (fr) θηλυκό

  1. η ακτινοβολία
  2. η διαγραφή