radiation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
radiation (en)
- ακτινοβολία
- (βιολογία) προσαρμοστική διαφοροποίηση πολλών ειδών από μητρικό (τα οποία συνήθως έχουν πια διαφορετικά χαρακτηριστικά)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
radiation (fr) θηλυκό
- η ακτινοβολία
- η διαγραφή