light

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός light
συγκριτικός lighter
υπερθετικός lightest

light (en)

  1. ανοιχτός, για χρώματα
    light green - ανοιχτό πράσινο
    light blue - γαλάζιος
     αντώνυμα: dark
  2. ελαφρύς

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός light
συγκριτικός lighter
υπερθετικός lightest

light (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
light lights

light (en)

  1. (φυσική) το φως, ακτινοβολία που εκπέμπει ένα σώμα στο ορατό φάσμα και που διακρίνεται με τον οφθαλμό
    sunlight - φως του ήλιου
  2. το φως, το φωτιστικό, η σκευή φωτισμού
    I read by the light of a candle.
    Διαβάζω με το φως ενός κεριού.
     συνώνυμα: lighting
  3. (μεταφορικά) το φως (πληροφόρηση, γνώση)
    Could you shed some light on the issue?
    Μπορείς να ρίξεις λίγο φως στο θέμα;
  4. το φως (δημοσιότητα)
    Today, the content of the controversial letter came to light.
    Βγήκε στο φως σήμερα το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας light
γ΄ ενικό ενεστώτα lights
αόριστος lit, lighted
παθητική μετοχή lit, lighted
ενεργητική μετοχή lighting

light (en)

  1. φωτίζω
  2. ανάβω

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]