dark
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dark |
συγκριτικός | darker |
υπερθετικός | darkest |
dark (en)
- σκοτεινός, έχει σκοτάδι, χωρίς καθόλου ή πολύ λίγο φως
- ↪ The sky is very dark today.
- Ο ουρανός είναι πολύ σκοτεινός σήμερα.
- ↪ It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
- Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.
- ↪ It is very dark in here! Where are the lights?
- Έχει σκοτάδι εδώ μέσα! Πού είναι τα φώτα;
- ↪ It got dark and we had yet to arrive.
- Βράδιασε κι ακόμη να φτάσουμε.
- ↪ The sky is very dark today.
- σκούρος, για χρώματα
- μαύρος, μακάβριος, με έμφαση στις δυσάρεστες και μακάβριες πτυχές
- ↪ a dark joke - μακάβριο αστείο
- ↪ What dark humor!
- Τι μαύρο/μακάβριο χιούμορ!
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- be in the dark: έχω άγνοια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dark (en)
- το σκοτάδι