σκοτάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκοτάδι τα σκοτάδια
      γενική του σκοταδιού των σκοταδιών
    αιτιατική το σκοτάδι τα σκοτάδια
     κλητική σκοτάδι σκοτάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοτάδι < σκότος + -άδι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skoˈta.ði/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοτάδι ουδέτερο

  1. η έλλειψη ή η απουσία φωτός
  2. (μεταφορικά) η πολύ μεγάλη άγνοια
  3. (μεταφορικά) η περίοδος όπου κυριαρχεί ο φόβος, η δουλεία


Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]