ciemność
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ciemność | ciemności |
γενική | ciemności | ciemności |
δοτική | ciemności | ciemnościom |
αιτιατική | ciemność | ciemności |
οργανική | ciemnością | ciemnościami |
τοπική | ciemności | ciemnościach |
κλητική | ciemności | ciemności |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ciemność < ciemny
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ciemność (pl) θηλυκό