ciemność

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ciemność ciemności
γενική ciemności ciemności
δοτική ciemności ciemnościom
αιτιατική ciemność ciemności
οργανική ciemnością ciemnościami
τοπική ciemności ciemnościach
κλητική ciemności ciemności

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ciemność < ciemny

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ciemność (pl) θηλυκό