Οι συντάκτριες και οι συντάκτες του Βικιλεξικού σας εύχονται καλή χρονιά!
Δείτε πρωτοχρονιάτικες λέξεις εδώ, μια εξαίρετη ευκαιρία για να βρούμε λέξεις που μας λείπουν και να εμπλουτίσουμε αυτές που ήδη υπάρχουν


σκότος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκότος τα σκότη
      γενική του σκότους
    αιτιατική το σκότος τα σκότη
     κλητική σκότος σκότη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκότος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκότος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsko.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκό‐τος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκότος ουδέτερο

  1. (λόγιο) το σκοτάδι, ο ζόφος
    ※  «Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά // σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι // της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει» (Ιωάννης Πολέμης, Το κρυφό σχολειό, τελευταίοι στίχοι)
    ※  Πενθέας: Καί <τα όργια> αὐτά τά κάνεις νύχτα μέρα; Διόνυσος: Μᾶλλον τη νύχτα. Ἔχει σεμνότητα τό σκότος (Ευριπίδης, Βάκχες σε απόδοση Κώστα Βάρναλη)
  2. η κακία, ο χώρος των δυνάμεων του Κακού
    ⮡  ο άρχων του σκότους (στην ορθόδοξη εκκλ. για το Σατανά)
    ⮡  ο πρίγκιπας του σκότους (ο Shakespeare (Σαίξπηρ) για το Σατανά)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκότος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκότος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκότος ουδέτερο

  1. σκότος, σκοτάδι, σκοτεινιά
  2. σκοτεινιά από κακοκαιρία
  3. (μεταφορικά) άγνοια, πνευματική σύγχυση

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με σκοτα-, σκοτι-

 ετυμολογικό πεδίο 
σκοτο- σκοτι- 

με σκοτειν-



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκότος οἱ σκότοι
      γενική τοῦ σκότου τῶν σκότων
      δοτική τῷ σκότ τοῖς σκότοις
    αιτιατική τὸν σκότον τοὺς σκότους
     κλητική ! σκότε σκότοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκότω
γεν-δοτ τοῖν  σκότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκότος τὰ σκότη - σκότε
      γενική τοῦ σκότους - σκότεος τῶν σκοτῶν - σκοτέων
      δοτική τῷ σκότει - σκότεῐ̈ τοῖς σκότεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σκότος τὰ σκότη - σκότεα
     κλητική ! σκότος σκότη - σκότεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκότει - σκότεε
γεν-δοτ τοῖν  σκοτοῖν - σκοτέοιν
Σπανιότερο από το αρσενικό, μεταγενέστερο.
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκότος < θέμα σκοτ- ίσως (όχι όμως βέβαιο) συγγενές της σκιάς (την οποία πολλοί θεωρούν ομόρριζη των λέξεων σκηνή, σκῆν, σκίναρ) > πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skoto- ή *sk(e)h₃t- (σκιά, σκοτεινός)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκότος αρσενικό στον Όμηρο και στους ποιητές ουδέτερο μεταγενέστερα

  1. το σκότος, το σκοτάδι, το αντίθετο της μέρας, του φωτός, η σκιά
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 336-390 αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἷζεν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ᾽ αἶψα
    ξεμάκρινε από την φωτιά ο Οδυσσέας και στράφηκε αμέσως προς το σκοτάδι <για να μην τον γνωρίσει η Ευρύκλεια,>
    Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης@greek-language.gr
  2. το σκοτάδι του θανάτου
    ⮡  σκότον εἶναι τεθνηκότος
  3. η τυφλότητα
    ⮡  σκότου νέφος
  4. ζαλάδα, ίλιγγος, σκοτοδίνη
  5. απάτη, δόλος
  6. άγνοια, αφάνεια
  7. (ελληνιστική σημασία) (θρησκεία) η ανυπαρξία, η κατάσταση πριν από τη δημιουργία
    ※  ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. (Γένεσις, 1, Μετάφραση των Εβδομήκοντα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • ίσως η οικογένεια λέξεων της σκιάς

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.