σκότιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκότιση < σκοτί(ζω) + -ση[1] Δείτε και το μεσαιωνικό σκότισις.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsko.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκό‐τι‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκότιση θηλυκό [2]

  1. (λαϊκότροπο) παραζάλη, ζάλη νοητική
  2. (λαϊκότροπο) τάση για λιποθυμία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις σκοτίζω και σκότος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. σκότος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. σκότιση (χωρίς πληθυντικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκότιση < σκοτί(ζω) + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκότιση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]