Μετάβαση στο περιεχόμενο

light up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας light up
γ΄ ενικό ενεστώτα lights up
αόριστος lit up, lighted up
παθητική μετοχή lit up, lighted up
ενεργητική μετοχή lighting up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
light up <  δείτε τις λέξεις light και up

light up (en)

  1. (μεταβατικό) φωτίζω, ρίχνω φως σε κάτι
    παράδειγμα  Four large floodlights lit up the field.
    Τέσσερις μεγάλοι προβολείς φώτιζαν το γήπεδο.
    παράδειγμα  The moon lit up the night brightly.
    Το φεγγάρι φώτιζε φωτεινά τη νύχτα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) φωτίζω, φεγγοβολώ, δείχνω ευτυχία ή ενθουσιασμό με τα μάτια ή το πρόσωπό μου
    παράδειγμα  A smile lit up his face.
    Ένα χαμόγελο φώτισα το πρόσωπό του.
    παράδειγμα  Her face lit up with joy.
    Το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά.
    παράδειγμα  His eyes lit up as soon as he saw her.
    Φεγγοβόλησε η ματιά του, μόλις την είδε.
  3. (ανεπίσημο) ανάβω τσιγάρο ή πίπα
    παράδειγμα  He lit up a cigarette.
    Άναψε ένα τσιγάρο.