last year
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]last year (en) (χωρίς παραθετικά)
- πέρυσι
- ⮡ He had an operation on his shoulder last year.
- Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.
- ⮡ He had an operation on his shoulder last year.