Μετάβαση στο περιεχόμενο

last year

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
last year <  δείτε τις λέξεις last και year

Επίρρημα

[επεξεργασία]

last year (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πέρυσι
      He had an operation on his shoulder last year.
    Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.