last year
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]last year (en) (χωρίς παραθετικά)
- πέρυσι
- ↪ He had an operation on his shoulder last year.
- Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.
- ↪ He had an operation on his shoulder last year.